Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κριθάρι

Από Βικιφθέγματα
Σπόροι κριθαριού
μόνο σακί στον ώμο του κριθάρι να γυρεύει.
  • Γέρο κριθάρι θέριζε και στάρι παλικάρι.[1]
  • Έσπειρε σιτάρι κι εφύτρωσε κριθάρι.[1]
  • Ή κριθάρι ή τομάρι.[1]
    • Το δώρον σου, Νικηταρά,
άλογον χωρίς ουρά,
ή μου στέλνεις και κριθάρι
ή σου στέλνω το τομάρι.[2]
  • Σπείρε ρίζι(sic.) νά ριζώσεις και κριθάρι νά φυτρώσεις.
  • Το καλό άλογο βγάζει το κριθάρι του.[1]
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Ιωάννης Βενιζέλος, "Παροιμίαι δημώδεις", εκ του τυπογραφείου της Πατρίδος, 1867.
  2. επιστολή αυτοσχέδιου ποιητή Τζομπανάκου προς τον Νικηταρά.[1]