Εμμανουήλ Ροΐδης
Εμφάνιση
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιουλίου 1836 – 7 Ιανουαρίου 1904) ήταν σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης.
Αποφθέγματα
[επεξεργασία]- Απαραίτητος όρος αρμονικής συμβιώσεως με γυναίκα φιλάρεσκον είναι ν' αποκρύπτει τις επιμελώς δύο τινά: τα εννέα δέκατα της αγάπης του και το ήμισυ τουλάχιστον της περιουσίας του.
- Ψυχολογία Συριανού συζύγου (1894)
- [...] δια μόνης της δυσπιστίας, της ζηλείας και της ανησυχίας δύναται ο πόθος να διατηρηθή ακμαίος.
- Ψυχολογία Συριανού συζύγου (1894)
- Εις νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων.
- Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας.
- Η διάνοια του Έλληνος είναι αγρός, τον οποίον ούτος αφίνει ως επί το πολύ χέρσον, διότι γνωρίζει ότι η δαπάνη της καλλιεργείας δεν ήθελε καλυφθή υπό του προϊόντος συγκομιδής. Προς τι λ.χ. να κοπιάση τις όπως γείνη ελληνιστής, κινδυνεύων ν' αποθάνη της πείνης, ενώ γινόμενος κουμουνδουριστής δύναται ν' απολαύση τον επιούσιον άρτον του και έδραν εν τω Πανεπιστημίω;
- Η ανοχή τής αισχρότητος είναι το κυριώτατον γνώρισμα του καθʼ ημάς έλληνος, ο λοβός ο πάσχων παρʼ ημίν φρικώδη υπερτροφίαν, έλκος μιαρόν και δυσώδες καταβιβρώσκον πάσας τας τάξεις τής ελληνικής κοινωνίας.
- Ἡ λύπη, ἢν αἰσθανόμεθα διὰ τὴν στέρησιν φιλτάτου ὄντος, ὁμοιάζει τὴν ἐκρίζωσιν ὀδόντος· σφοδρὸς ὁ πόνος, ἀλλὰ στιγμιαῖος. Μόνοι οἱ ζῶντες προξενούσιν ἡμῖν διαρκεῖς λύπας. Τὶς πότε ἔχυσε ἐπὶ τοῦ τάφου ἐρωμένης τὸ ἥμισυ, τὸ ἑκατοστόν, τὸ χιλιοστὸν τῶν δακρύων, ἀφ' ὅσα διὰ τὴν κακίαν τῆς ἔχυνε καθ' ἡμέραν;
- Η Πάπισσα Ιωάννα (1866), Μέρος Α
- Ἡ πλῆξις καὶ ἡ ἀργία εἶναι, νομίζω, τὰ κυριώτερα ἐλατήρια τῆς εὐσεβείας.
- Η Πάπισσα Ιωάννα (1866), Μέρος Β
- Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι.
- Ο ερωτών [...] κινδυνεύει να κατηγορηθή ως καθ' υπερβολήν απλοϊκός, ως αναζητητής ψύλλων εις τ' άχυρα, ως κοπανιστής αέρος, αν όχι και ως ιδιότροπος, δύστροπος, παράξενος, ασυμβίβαστος και ανάξιος να συγκαταλέγεται μεταξύ των εξύπνων Ρωμηών. Ο τίτλος διορθωτού του ρωμέικου κατήντησε ν' αμιλλάται κατά την γελοιότητα προς τον του τετραγωνισμού του κύκλου.
- Ιστορία ενός τουφεκισμού (1896)
- Οι Άγγλοι έχουσι δύο βουλάς, την άνω και την κάτω, ημείς μίαν μόνην ανωκάτω.
- Οστρακολογία Ασμοδαίος 1875
- Ουδείς ποτέ ούτε δι' αμοιβής ούτε δια ραβδισμών κατώρθωσε να επιβάλη εις γάτον να πράξη όσα πράττουσιν οι σκύλοι, οι δούλοι και οι γελωτοποιοί.
- Ιστορία μιας γάτας (1893)
- Πλατωνικός έρως = μαλακόν παξιμάδιον διά τους μη έχοντας οδόντας.
- Πάντες φιλοτιμούμεθα να ὁμοιάσωμεν κατὰ τὶ τοὺς μεγάλους ἄνδρας, μιμούμενοι τὰ ἐλαττώματα αὐτῶν, ὁσάκις ἀδυνατοῦμεν να μιμηθῶμεν τάς ἀρετάς.
- Η Πάπισσα Ιωάννα (1866), Μέρος Γ
- Πλην των άλλων έχουν και τούτο το αλλόκοτον οι ερωτευμένοι, ότι δεν δύνανται να εννοήσωσιν ούτε ότι ενδέχεται να πεινάσουν, όταν ήναι χορτάτοι, ούτε ότι ημπορούν να χορτάσουν, όταν ήναι πεινασμένοι.
- Ψυχολογία Συριανού συζύγου (1894)
- Σέβομαι τους νεκρούς και όταν ακόμη είναι ζωντανοί.
- Άπαντα, Τόμος Ε, φιλολογική επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, εκδ. Ερμής (1978)
- Το κυριώτατον γνώρισμα του επαρχιώτου και του νεοπλούτου είναι ο υπερβολικός αυτού φόβος να φανή τοιούτος, απειρόκαλος δηλαδή ή οπωσδήποτε γελοίος.
- Ιστορία ενός αλόγου (1894)
- Το σκέπτεσθαι φρονίμως είναι πολλάκις συνώνυμον του μη σκέπτεσθαι.
- Άπαντα, Τόμος Ε, φιλολογική επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, εκδ. Ερμής (1978)
- Ως οι Ινδοί εις φυλάς, ούτω και οι Έλληνες ...διαιρούνται εις τρεις τοιαύτας: α) Εις Συμπολιτευόμενους, ήτοι έχοντες κοχλιάριον βυθίζωσιν τούτο εις την χύτραν τού προϋπολογισμού. β) Εις Αντιπολιτευόμενους, ήτοι μη έχοντας κοχλιάριον ζητούν επί παντί τρόπω να λάβωσιν τοιούτον. γ) Εις Εργαζομένους, ήτοι ούτε έχουν κοχλιάριον ούτε ζητούν τοιούτον, αλλά είναι επιφορτισμένοι να γεμίζωσι την χύτραν διά τού ιδρώτος των.
- Ασμοδαίος (1875-76)