Αργύρης Εφταλιώτης
Εμφάνιση
Ο Αργύρης Εφταλιώτης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη (1 Ιουλίου 1849 –25 Ιουλίου 1923), ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος.
Αποφθέγματα
[επεξεργασία]- Μάτια και πάλι μάτια! Δίχως εσάς, μήτε πρώτη, μήτε στερνή αγάπη δε θα είχαμε! Οι ματιές μου σαν έμπαινε στην παράδοση, οι ματιές της σαν έβγαινε να πάει σπίτι, αυτές ήταν οι όρκοι μας, τα τραγούδια μας, τα φιλιά μας, αυτές ήτανε και τα ραβασάκια μας. Με το καιρό και χωρίς ν' αλλάξουμε αναμεταξύ μας μιά λέξη, την κάμαμ' επιστήμη τη τέχνη αυτή των ματιών.
- «Πρώτη Αγάπη», από την συλλογή Νησιώτικες ιστορίες (1894)
- Μέρες που θα 'τανε μ' εσέ μαργαριτάρια,
χωρίς εσέ, μες στου Καιρού τα βάθη πάνε,
ψυχρές και ανωφέλητες, σαν τα λιθάρια
που μες στη θάλασσα μικρά παιδιά πετάνε!
Φυλλάδες του Γεροδήμου (1897)
[επεξεργασία]- Το παιδί θα σου δείξει τον άντρα.
- «Πρόλογος του Γεροδήμου», Πρώτη φυλλάδα
- Κι έτσι βγαίνει το παλικάρι στον κόσμο, κι από την πολλή την «παιδεία» σκοντάβει στο παραμικρό πετραδάκι που βρεθεί απάνω στο δρόμο του.
- «Σχολείο», Πρώτη φυλλάδα
- Είναι χτήμα της καρδιά μας η γλώσσα, δε θέλει να ξέρει άλλη γλώσσα η καρδιά μας. Και να 'θελε, μια κορακίστικη λέξη δε θα μπορούσε να τσαμπουνήσει απάνω στον πόνο της. Καρδιά και γλώσσα μεγαλώνουνε σα δίδυμες αδερφάδες. Η μια διαφεντεύει την άλληνα. Κάθε πόνος και το τραγούδι του, κάθε πάθημα και την παροιμία του.
- «Προκοπή», Πρώτη φυλλάδα
- Κάθε Ρωμιός τη δουλειά του την κοιτάζει απατός του, και τη δουλειά του τόπου του βάζει πλερωμένους γραμματικούς και του την κοιτάζουν. Έτσι ο Ρωμιός παχαίνει, κι ας λιγνεύει ο τόπος του.
- «Στην κάτω την Αγορά», Δεύτερη φυλλάδα
- «Αυτή είναι η γυναίκα· μη διαβάζεις βιβλία να τήνε νοιώσεις. Μην προσμένεις να της φύγει λόγος ή στεναγμός, ν’ απεικάσεις το τι συλλογιέται· λαχταρεί; αγαπάει; μισεί; ζουλεύει; κακιώνει; Σώνει κοντά της να κάθεσαι, σώνει τα μάτια της να κοιτάζεις, τη μιλιά της ν’ ακούς, και θα το μάθεις.»
- «Ρωμιοπούλες», Δεύτερη φυλλάδα
- Ό,τι κι αν κοιτάξεις μέσα στη Ρωμιοσύνη, μα σε χωριό είσαι, σε χώρα, κορίτσι βλέπεις, αγόρι, ένα πράμα παρατηρείς. Πώς ό,τι μας έμεινε δικό μας σιγά σιγά τ’ αποσκυβαλίζουμε· εξόν αν είναι τούρκικο, καθώς είναι να πούμε τ’ αγαλίκι, η στενοκεφαλιά, και το πείσμα. Άκου τώρα, να δεις. Τη γλώσσα μας, την πετάξαμε. Τα τραγούδια μας, τα πετάξαμε. Τους χορούς μας, τους αρνηθήκαμε. Τα τουφέκια μας, αν μένουν ακόμα σ’ αυτά τα μέρη, ο λόγος είναι που δεν έλειψαν οι λαγοί. Μας μένει και κάποιο φιλότιμο, κι αυτό δα είναι που μας χαντακώνει βαθύτερα. Ρωμαίικο φιλότιμο πάει να πει, να κάνεις ό,τι δεν σου ταιριάζει.
- «Ρωμιοπούλες», Δεύτερη φυλλάδα
- Πρέπει να δούμε τη μεγάλη τη Ρωμιοσύνη. Την είδαμε, θα πεις, χίλιες φορές με τα μάτια μας. Μα αυτό δε σημαίνει. Ο σκοπός είναι με κλειστά μάτια να τήνε δούμε, με το νου μας να τήνε δούμε τη Ρωμιοσύνη. Τα μάτια πλανεύουνε. Δε μας λεν την αλήθεια πάντα. Κι αν τήνε λεν κάποτες, ο νους παραζαλίζεται, και τι να πρωτοπιστέψει δεν ξέρει. Το καθαυτό το ταξίδι γίνεται με κλεισμένα μάτια, τη νύχτα, μέσα σε τέτοια 'ρημιά.
- «Φτάνει μας το χωριό», Δεύτερη φυλλάδα
- Ένα έθνος δεν ξεψυχάει εύκολα, μια και να γεννηθεί. Το ρωμιόπουλο δεν μπορεί να βγει κι από ένα άλογο χερότερο. Τ' άλογο που γεννήθηκε από σόγι, θα το δείξει μια μέρα το σόγι του, κι έχε το συ μέσα στ’ αχούρι δεμένο, καλοθρεμμένο, αγύμαστο.
- «Στην Ακρόπολη», Τέταρτη φυλλάδα