Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ανδρέας Εμπειρίκος

Από Βικιφθέγματα
Ανδρέας Εμπειρίκος

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού.

Υψικάμινος (1935)

[επεξεργασία]
  • Μια φίλη συνήντησε μιαν άλλη φίλη. Τα δεσμά που συγκρατούσαν τα τζιτζίκια των ομφαλών τους λύθηκαν σαν φρεσκοχυμένοι χάλυβες κ' οι δύο φίλες έγιναν μια πόρπη.
Αντί φλυτζανιού
  • Καμιά προκοπή. Παντού στάχτη. Παντού φόνοι. Κάθε μέρα φέρνει μιαν άλλη μέρα και εξαντλείται βαθμηδόν η παρακαταθήκη των στιλβωτηρίων. Λίγοι γενναίοι ακόλουθοι ξεπετσένωνουν τα μπράτσα τους και φορούν μεγάλες ομπρέλλες μπρος σε καθρέφτες γαλακτερούς.
Φενάκη
  • Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μιας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.
Τριαντάφυλλα στο παράθυρο
  • Ο ειρμός του ποταμού διεκόπη. Η συνοχή όμως του τοπίου είταν τόση που και ο ποταμός κυλούσε.
Θρυλικόν ανάκλιντρον

Ενδοχώρα (1934-1937)

[επεξεργασία]
  • Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ' άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
Ο πλόκαμος της Αλταμίρας, 3 (1936-7)
  • Πάρε τη λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου.
Ο πλόκαμος της Αλταμίρας, 18 (1936-7)
  • Ω υπερωκεάνιον τραγουδάς και πλέχεις
    Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
    Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
    Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
    Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
    Εσύ που πλέχεις ξεκάθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες
    Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ' τις σειρήνες
    Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.
Στροφές Στροφάλλων (1935-6)

Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία (1936-1946)

[επεξεργασία]
  • «Την εποχή εκείνη, πολλοί κριτικοί εμίλησαν και έγραψαν χλευαστικώς περί του βιβλίου αυτού [Υψικάμινος] και του κινήματος που αντιπροσώπευε. Σήμερα μερικοί εξ αυτών, ερωτοτροπούν με τους υπερρεαλιστάς, μιλώντας για κάποιον «καλώς εννοούμενον» - ποιός να' ναι τάχα; - υπερρεαλισμό, τον οποίο θέλουν κωμικώτατα να αξιολογήσουν οι ίδιοι, ενώ προ ολίγου ακόμη, διέδιδαν ότι ο υπερρεαλισμός απέθανε και ετάφη».
Αμούρ-Αμούρ (1939)
  • «Το βιβλίο αυτό [Υψικάμινος] αποτελεί την πρώτη πραγματική εκδήλωση και την πρώτη πράξη του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, αν εξαιρέσω μία διάλεξη που έκαμα περί του κινήματος και των επιδιώξεών του την άνοιξη του ίδιου έτους».
Αμούρ-Αμούρ (1939)
  • «Ήθελα δηλαδή να συμπεριλάβω στα ποιήματά μου, όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίηση, θεληματικά ή άθελά μας, αποκλείονται, ή μας ξεφεύγουν. Και ήθελα να τα συμπεριλάβω κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ένα ποίημα να μην αποτελείται απλώς από ένα ή περισσότερα υποκειμενικά ή αντικειμενικά θέματα λογικώς καθωρισμένα και αναπτυσσόμενα μόνον εντός συνειδητών ορίων, μα να αποτελείται από οποιαδήποτε στοιχεία που θα παρουσιάζοντο μέσα στην ροή τού γίγνεσθαι του, ανεξάρτητα από κάθε συμβατική ή τυποποιημένη αισθητική, ηθική, ή λογική κατασκευή».
Αμούρ-Αμούρ (1939)
  • Και ενώ οι φλόγες της πυράς, περιδινούμεναι γύρω από τα σώματά των (ω Ιωάννα ντ’ Αρκ! ω Αθανάση Διάκο!), με κόκκινες ανταύγειες φωτίζουν τα κτίσματα των Βαβυλώνων, των παλαιών και τωρινών και τις μορφές των Ναβουχοδονοσόρων, απ’ την λερή την άσφαλτο των λεωφόρων (lâchez tout, partez sur les routes) και απ’ τις σκιές των σκοτεινών παρόδων, από τα έγκατα της γης και από τα μύχια της ψυχής, από τους κήπους με τα γιασεμιά και τους υακίνθους και από τα βάθη των δοχείων που τα δυσώδη απορρίμματα περιέχουν (lâchez tout, partez sur les routes), απ’ τις κραυγές του γλυκασμού των συνουσιαζομένων και από τους στεναγμούς της ηδονής των αυνανιζομένων, απ’ των τρελών τις άναρθρες φωνές και απ’ των βαρέων καημών τις στοναχές, ως λάβα ζεστή, ή ως σάλπιγξ μιας αενάου παρουσίας, μα προ παντός ως σπέρμα, ως σπέρμα ορμητικόν εν ευφροσύνη αναβλύζον, αναπηδούν και ανέρχονται στον ουρανόν (Αλληλούϊα! Αλληλούϊα!) με μάτια εστραμμένα προς τα επάνω, άκαυτοι και άφθαρτοι εις τον αιώνα, μπεάτοι και προφητικοί (Αλληλούϊα! Αλληλούϊα!),ερωτικοί, υψιτενείς, μεμουσωμένοι, και τώρα και πάντα (Αλληλούϊα! Αλληλούϊα!) με συνοδείαν των αγγέλων, και τώρα και πάντα, τον ερχομό και την ανάγκη (Αλληλούϊα! Αλληλούϊα!) τον ερχομό και την ανάγκη των νέων Παραδείσων ψάλλουν!
Οι Μπεάτοι ή Της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι (1963)
  • Οκτάνα θα πη , όχι πολιτικής, μια ψυχικής ενότητος Παγκόσμιος Πολιτεία (πιθανώς Ομοσπονδία) με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνην εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμόν εκάστου, διότι αυτή μόνον εν τέλει θα ημπορέση διά της κατανοήσεως, διά της αγωνιστικής καλής θελήσεως, ουδόλως δε διά της βίας, τας τάξεις και την εκμετάλλευσιν του ανθρώπου από τον άνθρωπον να καταργήση, να εκκαθαρίση επιτέλους!
    Οκτάνα θα πη παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
    Οκτάνα θα πη δικαιοσύνη.
    Οκτάνα θα πη αγάπη.
    Οκτάνα θα πη παντού και πάντα καλωσύνη.
    Οκτάνα θα πη η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το σπέρμα.
    Οκτάνα, φίλοι μου, θα πη, απόλυτος μη συμμόρφωσις με ό,τι αντιστρατεύεται, ή μάχεται, ή αναστέλλει την έλευσιν της Οκτάνα.
    Οκτάνα θα πη μη συμμετοχή και μη αντίταξι βίας εις την βίαν.
    Οκτάνα θα πη ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο, κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα.
Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα (1965)
  • Ἀναπνέουσα βαθειά, ἡ Ὑβόννη ἐκοίταζε ἀκόμη τὸν οὐρανόν. Αἴφνης μία ἄλλη σκέψις, εἰς ἀδιάπτωτον ἀλληλουχίαν μὲ τὰς προηγουμένας ἐρχόμενη, ἔλαμψε εἰς τὸν νοῦν της. Ἧτο μία σκέψις γοργή, θερμή, σὰν αἷμα σφύζοντος νεανικοῦ ὀργανισμού... Μήπως ἂν ἤλλασσε πεποιθήσεις καὶ ἰδίως τὴν συμπεριφορᾶν της εἰς τὴν ζωὴν ὡς πρὸς τὸν ἔρωτα, εἰς τὸν ὁποῖον ἕως σήμερον ὑπῆρξε τόσον πολὺ ἐλλειμματίας, θὰ ἤρχιζε δι αὐτὴν νέα ζωή, μία ζωὴ πανήδονη, γλυκύτατη -ἡ μόνη ὀρθή, ἀληθινὴ καὶ φυσική. Ἀλήθεια, μήπως τοῦτο ἧτο δυνατόν; Ἀκόμη ὀλίγα δευτερόλεπτα ἐκοίταξε τὸν οὐρανὸν ὡς ἐν ἐκστάσει ἡ Ὑβόννη, γοητευμένη, μαγευμένη καὶ ἀναπνεόυσα βαθειὰ τὴν θαλασσίαν αὔραν... Ὤ, ναί, αὐτὸ ποὺ ἐσκέφθη ἧτο ἀπολύτως δυνατόν. Ἀλλέως, δὲν θὰ ἔλαμπαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ ἄστρα· ἀλλέως δὲν θὰ περιεστρέφοντο τόσον θριαμβευτικὰ καὶ μὲ τόσην εὐρυθμίαν οἱ τρόχοι τοῦ «Μεγάλου Ἀνατολικοῦ»· ἀλλέως δὲν θὰ ἐσκόρπιζε τόσον θωπευτικᾶ, τόσον ἠδονικᾶ, κατὰ διαστήματα, εἰς τὸ πρόσωπόν της, τὸ ὑγρὸν ψιμμύθιν τοῦ θαλασίου ἀφροῦ, ἡ ἁπαλὴ πνοὴ τοῦ ἀνέμου... Ὤ, ναί, αὐτὸ ποὺ ἐσκέφθη, ἧτο δυνατὸν νὰ γίνη κι ἡ ἀλλαγῆ αὐτή, ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀρχίση ἀμέσως, θὰ ἧτο ὁ λυτρωμός της.
Ο Μέγας Ανατολικός, τόμος 1ος, σελ. 111-12
  • Ω, πόσον ωραία ήτο αυτή η εαρινή νυξ, πόσον λαμπροί ήσαν οι αστέρες, πόσον ακαταμέτρητον ήτο το ύψος του ουρανού! Οποία μεγαλοπρέπεια! Οποία μεγαλωσύνη! Τί ήτο αυτό το απροσμέτρητον; Ένα μεγάλο χάος, ή μία σοφή διάρθρωσις στοιχείων ασυλλήπτων από την διάνοιαν του ανθρώπου, έργον ενός εξουσιάζοντος και διευθύνοντος τα πάντα παντοδυνάμου νου; Ήσαν τα πάντα τυχαία, ή ωφείλοντο εις μίαν θέλησιν και μίαν λογικήν τελείως υπεράνθρωπον, εις μίαν ικανότητα ίλιγγον επιφέρουσαν, της οποίας τα έργα κατέληγαν εις μίαν θεσπέσιαν αρμονίαν; Μήπως οι απέραντοι κόσμοι που την απετέλουν ήσαν το έργον όχι του Θεού, που η εκκλησία θέλει να μας επιβάλη, αλλά ενός Θεού τελείως διαφορετικού, ενός Θεού αλήθεια παντοκράτορος, ενός Θεού αλήεια παντοδύναμου, που υπήρχε μέσα στα ίδια τα έργα του και σε όλα τα κτίσματά του, αποτελούντος ένα με αυτά, και υπάρχοντος παντού αλλ’ αοράτου, όπως είναι υπαρκτή μα αόρατος η ενέργεια, όπως είναι υπαρκτόν μα αόρατον το πνεύμα, όπως είναι είναι υπαρκτόν αλλά μη ορατόν εις τους πολλούς το Μέγα Φως το Άκτιστον, το Μέγα Φως το Άπιαστον, το εν μεγαλείω και δόξη καταυγάζον, το εις τους αιώνας άπιαστον, μα εκθαμβωτικά εις τους αιώνας των αιώνων ορατόν, μόνο εις όσους ευλογήθηκαν με την υψίστην Χάριν το Φως αυτό να ιδούν; Μήπως άπαντα ταύτα ήσαν ο Θεός, ο μόνος αληθινός – τουτέστιν μια παμμέγιστη, μια υπερτάτη δύναμις ή ενέργεια «λελογισμένη» και παντάνασσα, και επί της Γης και εν Υψίστοις; Αλήθεια, μήπως αυτά ήσαν ο Θεός, και όχι εκείνος ο ηθικολόγος τύραννος και τιμωρός κριτής – τουτέστιν ένας μεγάλος Άρχων φωτεινός, αυτόφωτος, τελείως άσχετος με τας εννοίας του Καλού και του Κακού; Μήπως εν τη ουσία των πραγμάτων δεν υπήρχε καμμία ηθική, ούτε ανάγκη ηθικής, για να διαρθρωθή και να υπάρξη ο Κόσμος;
Ο Μέγας Ανατολικός, τόμος 1ος, Κεφάλαιο 6ο
  • Τι συμβαίνει, διηρωτάτο με σπαραγμόν η νεανίς, και δεν ημπορεί κανείς να απολαμβάνη πάντοτε τον έρωτα σαν μίαν ωραίαν οπώραν {…}, σαν ένα ωραίο τοπείον, σαν ένα ωραίο ξένοιστο πρωί, πασίχαρο, αυροφίλητο, γιομάτο ευφροσύνη, σαν ένα μυροβόλο περιβόλι, ή σαν μια καθαρή αμμουδιά, λουσμένη από γαλάζιο πέλαγος ευδαιμονίας; Μήπως δεν φταίει καθόλου, μα καθόλου ο έρως – εξηκολούθησε να σκέπτεται μα αιμάσσουσαν καρδίαν η Υβόννη. Μήπως φταίει ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τον έρωτα, τόσον εις το ατομικόν, όσον και εις το κοινωνικόν επίπεδον; Μήπως, αν δεν έμπαινε στη μέση το λεγόμενον «αίσθημα» και η λεγομένη «ηθική», θα ημπορούσε τότε μόνον να είναι ο έρως τέλειος και απλός και εύκολος, επ’ άπειρον πανήδονος και απολύτως παντοδύναμος – όλο χαρά (μόνο χαρά), όλο γλύκα (μόνο γλύκα), χωρίς απαγορεύσεις, στερήσεις, πικρίες, διάφορα «μούπες-σούπα» και άλλα αηδή και ακατανόητα, όπως η αποκλειστικότης, η εντός του γάμου αγνότης και όλη η σχετική με αυτόν απέραντη όσον και μάταια ηθικολογία και φιλολογία; Με τας τελευταίας σκέψεις, η Υβόννη έπαυσε να κλαίη. Της εφάνη ωσάν να είχε λάμψει αιφνιδίως εις το σκότος ένα φως λαμπρόν, μια δέσμη φωτεινή μεγάλου φάρου τηλαυγούς.
Ο Μέγας Ανατολικός, τόμος 1ος, Κεφάλαιο 6ο

Συνεντεύξεις και ομιλίες

[επεξεργασία]
  • «Εγώ εξεπαιδεύθην στην καθαρεύουσα. Τα εκφραστικά μου μέσα στη δημοτική ήσαν ακαδημαϊκά, ψεύτικα. Τα 'μαθα. Έγραφα ως δημοτικιστής ώσπου έφθασα στον υπερρεαλισμό. Και έχω ακόμη μερικά κείμενά μου τυπικώς υπερρεαλιστικά. Και σαν νέος που ήμουν και παιδί, δεν ήμουν καν δημοτικιστής, με την έννοια που λέμε σήμερα, ήμουν μαλλιαρός, μαθητής του Ψυχάρη, κάτοχος της γραμματικής του».
Ομιλία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, 22 Μαρτίου 1973
  • «Ακόμη γράφουμε σύμφωνα με τας πρώτας αρχάς του υπερρεαλισμού χρησιμοποιούντες την αυτόματον γραφήν και έχω πολλά ποιήματα στα συρτάρια μου παραπλεύρως μ' αυτά που βεβαίως δεν είναι πλέον υπερρεαλιστικά. Δεν είναι υπερρεαλιστικά με την έννοια της εφαρμογής της αυτομάτου γραφής, αλλά εάν προσέξετε, θα δείτε ότι η αφομοίωσις των απώτερων σκοπών που επιδιώκει ο υπερρεαλισμός, που δεν ήταν απλώς να γράφει κανείς ωραία ποιήματα ή όμορφη πρόζα, αλλά να καθιστά πολύ πιο ενδιαφέρουσα και ζωντανή την ζωή και θα πω ακόμη: εδεμικήν. Όχι με την έννοιαν του παραδείσου αλλά με την έννοιαν την διαφοροποιημένη της Εδέμ, στην οποίαν επανερχόμενος ο Αδάμ, υπό άλλο πνεύμα, θα μπορέσει επιτέλους να μην έχει ανάγκη ηλεκτρονικών εγκεφάλων, ανάγκη πολλής-πολλής λογικής που είδαμε που οδήγησε: τον Κάιζερ αρχικά, τον Χίτλερ αργότερα και άλλους, ολιγότερον βαρβάρους αλλά στυγνούς ωσαύτως ανθρώπους».
Ομιλία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, 22 Μαρτίου 1973
  • «Πολλά κείμενά μου δεν έχουν εκδοθεί. Λόγω ελευθεροστομίας. Ενοχλούνται τα καλώς κείμενα ώτα».
Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, Συνέντευξη με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, Αθήνα, Μάρτιος 1967, Ηριδανός, τ. 4

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[επεξεργασία]
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Στη Βικιπαίδεια υπάρχει λήμμα σχετικό με: