Κυπριακές παροιμίες

Από Βικιφθέγματα

Κατάλογος παροιμιών από την Κύπρο


A[επεξεργασία]

  • "Αδκειασερός παπάς, θάβκει τζαι τους ζωντανούς"( όποιος δεν έχει δουλειά να κάνει, κάνει αχρείαστα πράγματα.)
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Παπάς χωρίς δουλειά θάβει και ζωντανούς"
  • "Άθρωπος αθρώπου μοιάζει"
  • "Άλλα'ν τ' αμμάθκια του λαού τζι άλλα του κουκουβκιάου, τζαι άλλα έν' του αλουπού που κάμνει πάου πάου"
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Άλλα, (διαφορετικά) είναι τα μάτια του λαγού, άλλα της κουκουβάγιας και άλλα της αλεπούς που (όταν "κλαίει") κάνει πάου πάου".
  • "Αλλού τον τρώει τζαι αλλού κνίθεται"( Άλλος του φταίει και αλλού φωνάζει.)
  • "Άλλαξεν ο Μανωλιός τζι έβαλεν τα ρούχα του αλλοιώς"(κάποιος και αν αλλάξει επιφανειακά πάλι ο ίδιος μένει.)
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς"
  • "Άμαν εν πάει ο Μωάμεθ εις το βουνό, πάει το βουνόν εις τον Μωάμεθ."
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ."
  • "Αν έν' μηλιά εν να ανθίσει"
  • "Αν ήταν η αζούλα πούζα, έθεν να πουζιάσει ούλος ο κόσμος"
  • "Αν κάμει ο Μάρτης δκυό νερά τζαι ο Απρίλης άλλον εν να'ν χαρά σε τζείντον γεωργόν πό 'σιει πολλά σπαρμένα
  • "΄Ακουε μεγάλον αμπέλιν τζαι παίρνε μιτσίν καλάθι.
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "΄Ακουγε για μεγάλο αμπέλι αλλά πάρε μαζί σου μικρό καλάθι"
  • "Άκουε πολλά τζαι πίστευκε λλία"
  • "Αλλα λόγια θκειέ παπά" (όταν απαντά ο άλλος κάτι άσχετο από αυτό που το λες){Άλλο ρωτάς και άλλο σου απαντά)
  • "Άλλον μας εδείξαν τζι άλλον μας εμπήξαν" (άλλο είδαμε και άλλο πήραμε.)
  • "Αλλού σε τρώει τζαι αλλού κνήθεσαι"
  • "Αλλού σπέρνουν τους δαμαί γιωρκούν τους"
  • "Άμαν επειράξαν την κοτζιάκαρη έβαλε ρομανίσι μετά"
  • "Ανάγυιωσ' τον κολλιό να σου βκάλει τ' αμμάθκια σου" (μεγάλωσε το παιδί σου και μετά να σου προκαλεί προβλήματα)
  • "Αντί να τρίζει η άμαξα τρίζει ο αμαξηλάτης"
  • "Απο'ν αππέξω του χορού, πολλά τραούδκια ξέρει."(οποίος δεν ζει της συγκεκριμένες καταστάσεις δεν ξέρει πώς είναι, απλά λέει λόγια του αέρα.)
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Όποιος έιν' έξω απ' το χορό ξέρει πολλά τραγούδια."
  • "Από 'ν ακούει, ταιρκάζει" (όποιος δεν έχει ακούσει ολόκληρη την κουβέντα βγάζει λάθος συμπέρασμα)
  • "Από 'ν ακούει του γονιού , παραγωνιάς τζοιμάται."(οποιος δεν ακούει την γνώμη των γονιών του αναλαμβάνει την ευθύνη των λάνθασμένων αποφάσεών του)
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "οταν δεν ακούς τούς γονείς , κοιμάσαι παράμερα."
  • "Aπό 'ν αντρέπεται, ο κόσμος έν' δικός του."
  • Μετάφραση στη Δημοτική: "οποίος δεν ντρέπεται, ο κόσμος είναι δικός του" δηλαδή χωρίς ντροπές μπορείς να πετύχεις τα πάντα.
  • "Από 'ν εμίλησεν επέθανε"
  • "Από 'ν θέλει να πά' στον μύλον, 5 μέρες κοσσινίζει."(οποίος δεν θέλει να κάνει κάτι γιατι βαριέται το παίρνει παραπέρα)
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Όποιος δεν θέλει να πάει στον μύλο, κοσκινίζει για 5 μέρες."
  • "Από 'ν φορτώνει ῾π' όσσω σου, τάνα του να φορτώσει" (οποίος δεν κάνει ζημιά σε σένα να μην σε νοιάζει τι κάνει.)
  • "Από 'ν μπορεί να δέρει το γάρο, δέρνει τον σαμάν (Δηλ. κάποιος που δεν μπορεί να κάνει η να πει κάτι σ' εκείνον που του έφτεξε, τα βάζει με άλλον)"
  • "Από 'ν σε ξέρει, ακριβά σε γοράζει" (οποίος δεν σε ξέρει νομίζει πως είστε καλός.)
  • "Από 'ν φορτώνει έσσω σου, τάνα του να φορτώσει"
  • "Από 'σιει μούγια, μουγιάζεται."
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Κάποιος προσπαθεί να διώξει την μύγα μόνο αν αυτή κάθεται επάνω του." ή "όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται"
  • "Από 'σιει πούζαν τζαι παιδίν στον γάμον τί γυρεύκει"
  • "Άπου σοδκιάζει τριάντα δκυό τζαι ξοδκιάζει τράντα έν' νοικοτζύρης πάντα. Άπου ξοδκιάζει τριάντα δκυό αλλά σοδκιάζει τράντα, στη φυλακή τον παίρνουσι τζαι εν του δκιούν αμάντα"(οποίος ξοδεύει περισσότερα απο όσα πέρνει θα έχει πρόβλημα)
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Οποιος έχει έσοδα τριαντα δύο και έξοδα τριάντα είναι πάντα νοικοκύρης, όποιος όμως ξοδεύει τριάντα δύο και έχει έσοδα τριάντα τον παίρνουν στην φυλακή και δεν τον λυπούνται."
  • "Άπου πονεί πάει στον γιατρόν τζαι άπου διψά πάει στην βρύσην."
    • Αυτός που έχει το πρόβλημα πρέπει να ψάξει για την λύση
  • "Από 'σιει γείτον έσιει όσσιον τζι από 'σιει όσσιον τζοιμάται"
    • δηλαδη οποιος εχει γειτονα θα τον βοηθίσει στις δυσκολες στιγμες
  • "Από 'σιει πούζαν τζαι παιδί στο γάμο τι γυρεύκει"
  • "Από 'ν έσιει νούν έσιει πόδκια"(οποίος δεν σκέφτεται κάνει λάθη.)
  • "Από το ρίφιν ρίφι, τζαι γερόκλιαρον αρνί"¨
  • "Απού Γερόκλιαρο αρνί τζιαι κοκκορίφι ρίφι"
    • Αυτή η παροιμία θέλει να πει, για καλά γερά και υγιή ερίφια , ο επιβήτορας αρσενικός πρέπει να είναι νεαρό ερίφι, ενώ αντιθέτως στα πρόβατα ο επιβήτορας αρσενικός πρέπει να είναι μεγάλης ηλικίας.
  • "Απ' αγκάθιν βκαίνει ρόδον"
  • "Ασσημοφόρε τζαι μεν ριάς" {παρά να κρυώνεις καλύτερα να φοράς ότι να ναι}

Β[επεξεργασία]

  • "Βουνό με βουνό εν σμίει"
  • "Βούρα θκειέ τζαι φτάννω σε"

Γ[επεξεργασία]

  • Γάδαρον κάμνεις γάδαρον μεγαλώνεις

Δ[επεξεργασία]

  • " Δώσ'του πελλού λουκάνικον, να σου πει "έν' ζαβόν" "
  • " Δώσ'του πελλού αγγούριν να σου πει "έν' ζαβόν" "
  • "Δώκε σσοινίν του χωρκάτη, να μπει με τες ποΐνες μες στο κρεβάτι" (όταν δώσεις πολύ ελευθερία σε κάποιον, αυτός θα την χρησιμοποιήσει για το δικό του συμφέρον)
  • "Δείξε μου τον φίλον σου να σου πω ποιός είσαι"
  • "Εγιώ στραώνω τζαι πουλώ τζι εσύ άμπλεπε τζαι γόραζε"
  • "Είπαν τον πελλόν, τζι επέλλανεν"
  • "Έλα παππού να σου δείξω τ' αμπέλια σου."
  • "Έν' της παπαδκιάς τα ξύλα"
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Τα ξύλα ανήκουν στην παπαδιά (και έτσι τα προσέχει περισσότερο)"
  • "Έναν Όϊ αξίζει έναν ανόιν τζαι έναν κατόιν"
  • "Ένας παπάς δκυό εκκλησιές, της μιας γελά της"
    • "Ένας παπάς δυό εκκλησιές, τη μια την αφήνει αλειτούρκητη"
    • Λέγεται ότι κάποιος κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα και σίγουρα αφήνει κάτι πίσω
  • "Εν τζι έν' φά' τζαι κνίστου έν' φά' τζαι ποταυρίστου"
  • "Έπαρ' τον εις τον γάμο σου να σου πει τζαι του χρόνου"
  • "Ετζύλησεν ο τέντζερης, τζαι ηύρεν το καππάτζιν"
  • "Ετζύλισεν το στούππωμαν τζαι ηύρεν την μαείρισσαν"
  • "Επήεν ο φτωχός να αρμαστεί τζι εμίτσιανεν η νύχτα"
  • "Εσυνάφερες τον ξένον φερ' τζαι την τσαέραν του"
  • "Έβκαλεν η γλώσσα μου μαλλιά"
  • "Εβκήκεν κούππα άπαννη"
  • "Εδώκαν μου αυκό τζι εζήτουν την όρνιθα"
  • "Έν' ο νούς σου τζι έν' μια λίρα τζιαι γυρίζει βύρρα βύρρα"

Ε[επεξεργασία]

  • "Εσηκωστήκαν τα πόδκια να φατσίσουν πάς στην κκελέ"
  • «Εσου που είσαι έξυπνος τζαι ο νούς σου κατεβάζει, εφτά οκκάες σίερο πόσα βελόνια φκάζει; Πεντέξι φκάλλει σίουρα τζαι κάτι παραπάνω τζαι θκιό σιεροπάλλουκα να φκεις να κάτσεις πάνω

Ζ[επεξεργασία]

  • "Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι"

Η[επεξεργασία]

  • "H αντροπή εν πουκα' στο πάπλωμα"
  • " Η απάντηση του πελλού έν' η σιωπή"
  • "Η γλώσσα κόκκαλα δεν έσιει τζαι κόκκαλα τσακκίζει"
  • "Η καθαριότητα έν' μισή αρκοντιά"
  • "Η μάνα έν' μάννα"
    • Δηλαδή: Η μητερα ειναι σαν δώρο απο τον Θεό
  • "Η νύφη αντα 'ν να γεννηθεί της πεθεράς ημοιάζει"
  • "Η πολλή η καλοσύνη εν γαϊδουροσίνη"
  • "Ηύρες το σύκον σήκωσ' το πριν το σηκώσουν άλλοι."
  • "Ηύρες φαΐ, φάε, ηύρες ξύλο, φύε"

Θ[επεξεργασία]

  • "Θέλει βουν τζαι γάρον"

Τα παλιά χρόνια στα προικοσύμφωνα ο γαμπρός ζητούσε γαιδούρι, μερικοί ζητούσαν και βόδι το οποίο είχε μεγάλη χρηματική αξία.

  • "Θέλει την πίττα σωστή τζαι τον σσιύλλον χορτάτον"

Μεταφραση: θελει και την πιτα ολοκληρη και τον σκυλο χορτατο

  • "Θώρε την κρυάδα τζαι μοίραζε το πάπλωμαν"

Μεταφραση: διαμοίρασε τη βοήθεια ανάλογα με τη δυσκολία

  • Θυμός του χωρκάτη ζημιά του πουντζιού του


Ι[επεξεργασία]

Κ[επεξεργασία]

  • "Καλός καλός ο σιοίρος μας, μα έβκην χαλαζιάρης"
  • "Καλά κρασιά"
  • "Κάτσε την μάππα χαμαί."
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Άφησε την μπάλα κάτω." (Δηλ. Μην κάνεις τον έξυπνο)
  • "Καμήλα κλάννει στο Πεντάκωμον"
  • "Καλημέρα καμηλάρη, καμηλάρη καλημέρα"
  • "Κάλλιον πέντε τζαι στο σιέριν παρά δέκα τζαι καρτέριν"
  • "Κάμε το καλό τζαι ρίψε το στο γυαλό"
  • "Κάμνεις τον ψύλλον κάμηλον"
  • "Κατά που σου κάμνουν κάμνε τζαι κατζία μεν κρατάς"
  • "Κοφτά τζαι Τρικωμίτικα"
  • "Κουτσιά τζαι κολοκάσι έναν τόπον εν να πάσιν"

Λ[επεξεργασία]

  • Λείπει ο Μάρτης 'που τη Σαρακοστή;
  • Λείψε 'που το ψυσικό να μεν σ' εύρει το κρίμα

Μ[επεξεργασία]

  • "Μάρτης γδάρτης τζαι κακός παλλουκοκάφτης"
  • Τον Μάρτη ξύλα φύλαε μεν κάψεις τα παλλούτζια
    • Δηλαδή το Μάρτη κάποιες φορές έχει τόσο κρύο που θα χρειαστείς ξύλα για να κάψεις. Αν δεν έχεις φροντίσει να έχεις κρατήσει ξύλα τότε θα αναγκαστείς να κάψεις τα παλούκια.
  • "Μάθε τέχνη τζαι κρέμασ' την εις το παλλούτζι"
  • "Μεγάλον βούκκον φάε, μεγάλον λόον μεν πεις"
    • Μετάφραση στη Δημοτική: Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις
  • "Με τον συγγενή σου φάε πιε τζαι αλισβερίσσιν μεν κάμεις"
    • Με τους συγγενείς σου να τρως και να πίνεις αλλά ποτέ μ' αυτούς εμπορικές πράξεις να μην κάνεις.
  • Με ξένον κώλο κλάννω τζι εγιώ...
    • Δηλαδή, με ξένα μέσα, με ξένες πλάτες, καυχιέμαι, κάνω του κεφαλιού μου...
  • "Με συγγενή σου φάε πιε, τζι αλισβερίσια μεν κάμεις"
  • "Μια παθκιά του γέρου αξίζει σσίλιες του παιδκιού"
  • "Μεν σούζεις τα πόδκια σου πριχού καβαλλιτζέψεις"

Ν[επεξεργασία]

  • "Να σου δώσει η μούλα η γεραφώνα"
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Να πάρεις από το μουλάρι που εγκυμονεί (Δηλαδή δεν θα πάρεις, αφού ως γνωστό το μουλάρι, που είναι διασταύρωση γαιδάρου καί αλόγου δεν μπορεί να αναπαράγει"
  • "Να ππέσει τ' αυκόν 'που τον κώλον της εν θα σπάσει.
    • Μετάφραση: Αν πέσει τ΄ αβγό απ΄ τον κώλο της δεν θα σπάσει. Λέγεται για τις πολύ κοντές γυναίκες.
  • "Να ποταυρίζεσαι ώσπου φτάνει το σιέριν σου"
  • "Νηστεύκει το λαρτί τζαι τρώει την μίλλα"

Ξ[επεξεργασία]

  • Ξεροκέφαλος κεφάλα λαλεί ο πόντιος
  • Ξένος πόνος ούλλον γέλιον

Ο[επεξεργασία]

  • "Ο άθρωπος ο γυναξιής τρώει πάντα της κκελλές του"
  • "Ο βους επέθανε η φουμουσιαρκά εχάλασε"
  • "Ο γάρος ο οκνιάρης έν' τζαι βαρυγομαρκάρης."
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Ο γάιδαρος ο τεμπέλης πάντοτε βαρυφορτώνεται."
  • "Ο Θεός αγαπά τον κλέφτη αλλά αγαπά τζαι τον νοικοτζύρη."
  • "Ο κάττος τζι αν εγέρασεν τα νύσια που 'σιεν έσιει."
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Ο γάτος, έστω κι αν έχει γεράσει, έχει τα ίδια νύχια όπως πριν."
  • "Ο κάττος τζι ο καλόηρος το ψάριν αγαπούν το"
  • "Ο κλέφτης τζαι ο ψέφτης τον πρώτο γρόνο σιαίρουνται"
  • "Ο κώλος ο τίτσιρος/αναβράκωτος είδεν το βρατζίν τζι εσιέστην"
  • "Ο νούρος του σσιύλλου εν ισσιώννει"
  • "Ο ξένος τζι ο στραβός έν' έναν"
  • "Ο πελλός θέλλει τον αντίπελλόν του"
  • "Ο ψηλός τρώει τα σύκα τζαι ο κοντός συκόφυλλα"
  • "Ούλοι λέσιν τζαι ῾πολέσιν, τζι ο πελλός τζι που πονεί"
  • "Όμορφον μωρό στη σούσαν άνοστον στη γειτονιάν"
  • "Όπως έστρωσες να τζοιμηθείς"
  • "Όποιος θέλει τα πολλά, χάνει τζαι τα λλία"
  • "Όποιος φατσίσει στο ανώβλιν θωρεί τζαι το κατώβλιν"
  • "Όποιος βκιάζεται σκονταύκει"
  • "Όπου λαλούν πολλοί πετεινοί, αρκεί να ξημερώσει"
  • "Όπου φτωχός τζι η μοίρα του"
  • "Ό,τι θθυμάσαι, σιαίρεσαι"
  • "Ό,τι χορεύκω παίζε μου"

Π[επεξεργασία]

  • "Παπάς που λουτουρκά δκυό εκκλησιές, της μιας γελά της"
    • Ένας παπάς δυό εκκλησιές, τη μια την αφήνει αλειτούργητη: Λέγεται ότι κάποιος κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα και σίγουρα αφήνει κάτι πίσω
  • "Παίζει τον πελλόν για να βκει σκάρτος"
  • "Παίζε του γάρου λύρα να χορεύκει βύρα βύρα."
  • "Παρα να συντυχάννεις καλλύττερα να κλάννεις"
  • "Παφίτην αναγυιώνεις, χρυσάφιν νεκατώνεις"
    • Όταν μεγαλώνεις ή γνωρίσεις Παφίτη (άνθρωπο με καταγωγή την περιοχή Πάφου της Κύπρου), είναι τόσο καλός ανθρωπος - πολύτιμος όπως το χρυσάφι.
  • "Παφίτην αναγυιώνεις , κατσόσιοιρον μερώνεις"
    • Μην προσπαθείς να εκπαιδεύσεις Παφίτη (άνθρωπο καταγόμενο από την περιοχή Πάφου της Κύπρου), είναι ανώφελο και ακατόρθωτο όπως να εκπαιδεύεις σκάντζόχοιρο.
  • "Πέντε μίλια, δέκα ώρες"
  • "Πε, πε, εν να το πει τζι ο κώλος του"
  • "Πέρα βρέσιει, στην Καραμανιά σιονίζει"
    • Μετάφραση στην Δημοτική: όταν κάποιος δεν καταλαβαίνει τι του λέμε
  • "Πεσς ταμπούρα τόρτ οκκά" (τουρκ. beş tambura dört okka) Πέντε πεπόνια τέσσερεις οκάδες.
  • "Πέψε τον πελλόν τζαι λάμνε ταπισόν του"
    • Μετάφραση στην Δημοτική: μην έχεις εμπιστοσύνη σε ένα τρελό
  • "Πκιάσε τον έναν τζαι φάκκα τον πας στον άλλον." Κανένας απο τους δυό δεν είναι καλύτερος απο τον άλλο, και οι δύο είναι του βλάκες.
  • "Ππέφτουν τα ποξαμάθκια τζει που 'ν έσιει δόντια"
  • "Πόθεν είσαι θκειέ; Κουτσιά εμαείρεψα"
    • Όταν ρωτάς κάτι κάποιον και παίρνεις άσχετη απάντηση
  • "Πού σου νεύκω, πού παεις"
  • "῾Που στύλλον, στύλλον άνεση"
  • "Πουλάς αέρα τζαι πκιάνεις ριάλια"
  • "Πουμπουρίζει γέρο, αστράφτει κοτζιάκαρη"
  • "Πρέπει να το 'σιει η κούτρα σου να κατεβάζει φτείρες"

Ρ[επεξεργασία]

  • "Ρίφκε αβκά πας τον τοίχον."
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Ρίχνε αυγά απάνω στον τοίχο." δηλαδή είναι ανώφελο*
  • "Ρωτώντας πας στην πόλη"

Σ[επεξεργασία]

  • "Σπίτι όσον να σε φωρεί τζαι κάμπον ώσπου θωρείς"
  • "Σσύλλον πλύννεις, σσύλλον λούσεις, πάλε σσυλιές μυρίζει."
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Όσο και να λούζεις ένα σκύλο, πάλι θα μυρίζει σαν σκύλος." δλδ Ό,τι και αν κάνεις δεν θα αλλάξεις τον άλλο/άλλη
  • "Σσύλλος που λάσει εν δακάνει"
  • "Σταφύλιν φάε τζι αμπέλιν μεν ρωτάς."
    • Εξήγηση: "όταν κάποιος σου προσφέρει κάτι να το δέχεσαι χωρίς παραξενιές και διαμαρτυρίες"
  • "Στην ανερκάν φελά τζαι το χαλάζιν" {όταν δεν έχει βροχή ακόμα και το χαλάζι είναι ωφέλιμο}
  • "Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα!"
  • "Στο σπίτιν του κρεμμασμένου μεν μιλάς για σιοινήν"
  • "Στο καλάθιν εν χόρώ στο κοσιήνη περισσεύκω"

Τ[επεξεργασία]

  • "Τα γέριμα τα κάτσαρα να μεν εκορακούσαν, τα λόγια τα παράξενα να μεν μου τα λαλούσαν "
  • "Τα μακρά κοντά εγινήκασιν"
  • "Τα μαράζια πύρκους καταλυούν τζ' ανώγεια βάλλουν κάτω"
  • "Τα πολλά λόγια εν φτώσεια"
  • "Τάσσει φούρνους ποξαμάθκια"
  • "Τάσσω τ' αμπέλια μου ν' αρμάσω τα παιθκιά μου"
  • "Τζ' απού κοπεί ας μείνει"
  • "Τζει που βρέσσιει φαίνεται τζει που σσιονίζει ασπρίζει"
  • "Τζει που 'ννα απηήσει η τσούρα εννα πηήσει τζαι το ρίφι"
  • "Τζείνος που ρέσσει τζαι εν λαλεί με γεια σου με καλώστον στο παναϊρι έπαρτον τζαι όσα σου δώκουν δώστον. Tζαι τζεινον που τον σιαιρετας τζαι εν σου πολοετε στο παναϊρι επαρτον να δεις πως εν πουλιεται" (δηλ¨τι αξιζει απο καποιον να πει ενα 'γεια')
  • "Τζινούρκον είσαι κόσιηνο τζιαί που να σε κρεμάσω"
  • "Τζοιμάσαι την νύχτα με τον στραό τζιαι το πρωί αλληθωρίζεις"
  • "Τζιλούν το αφκό με την μαναβέλα"
  • "Τι κάμνεις γέρο; Κουτσιά εμαίρεφκα"
  • "Το έξυπνο πουλλί που την μούττη πιάνεται"
  • "Το γέλιο της Παρασκευής, το κλάμα του Σαββάτου"
  • "Το γινάτι φκάλει αμάτι"
  • "Το λαμπρόν τζει που πέφτει κρούζει."
    • Μετάφραση στη Δημοτική: "Η φωτιά καίει εκεί που χτυπά."
  • "Το 'να σιέριν νυφκει τ' άλλο τζαι τα θκυό το πρόσωπο"
  • "Το κρίμα εν πάστο κλίμα"
  • "Το σσυλλί σου τζαι το παιδί σου όπως το μάθεις"
  • "Τον Μάρτη ξύλα φύλαε, μεν κάψεις τα παλλούτζια"
    • Μετάφραση στην Δημοτική: τον Μάρτη κάνει κρύο και φρόντισε να φυλάξεις ξύλα, αλλιώς θα χρειαστεί να κάψεις τα παλούκια για να ζεσταθείς
  • "Τον αλουπόν η τρύπα του εν τον εχώρεν τζαι τράβαν τζαι τριζοκολόκαν"
  • "Τον αράπη τζαι αν τον πλύννεις το σαπούνι σου χαλάς"
  • "Τον πελλόν τζαι τον μουττάτον ο θεός ημπρουμουτά τον"
  • "Τον ποντικόν η τρύπα εν τον εφόρεν τζαι 'τραβαν τριζοκολόκα"
  • "Του πελλού η απάντηση εν η σιωπή
  • "Τράβα με τζ' ας κλαίω"
  • "Τρείς Ελιές τζαι Καμινάρκα τρώσιν μέστα κοφινάρκα"

Υ[επεξεργασία]

  • "Ύστερα φέρνει ο φούρνος την πυρά"


Φ[επεξεργασία]

  • Φακούν του παπά με τα πρόσφορα
  • Φταίουν του τα ρούχα του ( λεγεται αυτος που ειναι ευεξαπτος )

Χ[επεξεργασία]

  • Χωρεί τον η τρύπα του βελονιού (οταν θελει κατι θα βρει τον τροπο να το πετυχει)

Ψ[επεξεργασία]

  • Ψουμιά έν είχαμε τζαι ρεπάνια εγυρεύκαμε

Μεταφραση: Δεν είχαμε τα βασικά και γυρεύαμε την πολυτέλεια

Ω[επεξεργασία]

  • ″Ωσπου νάβρουμεν την φωνήν, εξηχάσαμεν το τραούδιν″
  • "Ώσπου πάμε τζαι γερνούμεν άλλα πράμματα θωρούμεν"




Σύνδεσμοι Βικιφθεγμάτων: Κατηγορίες - Θέματα - Παροιμίες - Άνθρωποι