Ελληνικές παροιμίες/Β
Εμφάνιση
* Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Β
[επεξεργασία]- Βάζει η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.
- Βάζει η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.
- Βαθιά βροντή, κοντή βροχή. (Παξοί)
- Βαθύ ποτάμι δεν κάνει κρότο.
- Βαίνω κατά κρημνών.
- Βάλ' το μάνταλο στην πόρτα να κοιμάσαι ξένοιαστος.
- Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
- Βάλανε τον τρελό να βγάλει το φίδι απ' την τρύπα.
- Βάλε αλεύρι, κάμε πίτα.
- Βάλε-βγάλε παπά τη βράκα σου. (Κρήτη)
- Βάλε ελιά για τα παιδιά σου και μηλιά για την κοιλιά σου. (Παξοί)
- Βάλε κλειδί στη γλώσσα σου.
- Βάλε λάδι κι έλα βράδυ.
- Βάπτισμα του πυρός.
- Βάρα γροθιά του μαχαιριού να δεις ποιος θα πονέσει.
- Βάρα με μία με τ' σκούφια σ'.
- Βαράτε με κι ας κλαίω!
- Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι, Σάββα τι ήθελες στη μέση; (Παξοί)
- Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.
- Βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει.
- Βαστάτε Τούρκοι το λαγό να κατουρήσει ο σκύλος. (Παξοί)
- Βγάζει απ' τη μύγα ξύγγι.
- Βγήκε η πομπή τσι στράτες, κοροϊδεύει τσου διαβάτες. (Παξοί)
- Βέργα που λυγάει δε σπάει.
- Βλέπεις το λύκο, κι εσύ ψάχνεις τ' αχνάρια.
- Βλέπω το δέντρο και χάνω το δάσος.
- Βίαιος διδάσκαλος ο πόλεμος.
- Βίον καλόν ζης αν γυναίκα μη έχεις.
- Βίος αβίωτος.
- Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος.
- Βλὰξ ἄνθρωπος ἐπὶ παντὶ λόγῳ ἐπτοῆσθαι φιλεῖ.
- Βλέπεις φαί, κάτσε φάε. Βλέπεις ξύλο, σήκω φύγε.
- Βοήθα με να σε βοηθώ ν’ ανεβούμε το βουνό.
- Βοήθα μ', εφτωχέ, μη γίνουμαι άμμον εσέν. (Ποντιακή)
- Βόηθα με φτωχέ μη γίνω σαν και σένα. (Παξοί)
- Βοηθείστε οι στραβοί τον ανοιχτομάτη.
- Βοήθα παπά, να θάψουμε πέντε-έξι.
- Βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντε-έξι.
- Βοή λαού, οργή θεού.
- Βόιδι πήγε, μοσχάρι γύρισε.
- Βουνό με βουνό δε σμίγει.
- Βους επί γλώσση μέγας.
- Λέγεται για κάποιον που κρατά από δωροδοκία, ή από ανωτέρα βία, το στόμα του κλειστό.
- Βρακί δεν έχει να φορέσει, στολίδια γυρεύει.
- Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ' αυτί μας.
- Βρέξει χιονίσει η πινιάτα θα γιομίσει. (Παξοί)
- Βρες δουλειά, να βρεις βασίλειο.
- Βρες μου ένα ψεύτη να σου βρω κι εγώ ένα κλέφτη.
- Βρέχει καρεκλοπόδαρα.
- Βρήκαμε παπά, θα θάψουμε και τους ζωντανούς.
- Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του.
- Βρήκε ο γύφτος τη φυλή του κι αναγάλλιασε η ψυχή του.
- Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ. (Θρησκευτική)
- Βρομάει μπαρούτι.
- Βροντάν τα σίδερα, βροντάν κι οι σακοράφες.
- Bρώμα και δυσωδία.
- Για χαρακτηρισμό κάποιου φαύλου προσώπου ή ανήθικης κατάστασης. Από τη φράση «σκωλήκων βρώμα και δυσωδία» (σκουληκιών τροφή και δυσοσμία) στη Νεκρώσιμη Ακολουθία.
- Βαράει το σαμάρι ν' ακούσει το γαϊδούρι.