Ελληνικές παροιμίες/Β: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 40: | Γραμμή 40: | ||
* Βίαιος διδάσκαλος ο πόλεμος. |
* Βίαιος διδάσκαλος ο πόλεμος. |
||
** Ο πόλεμος διδάσκει κάθε είδους βιαιότητα. (Θουκυδίδης, ΙΙΙ, 82.2) |
** Ο πόλεμος διδάσκει κάθε είδους βιαιότητα. (Θουκυδίδης, ΙΙΙ, 82.2) |
||
* Βίον καλόν ζης αν γυναίκα μη έχεις. |
|||
** Καλή ζωή ζει εκείνος που δεν έχει γυναίκα. |
|||
* Βίος αβίωτος. |
* Βίος αβίωτος. |
||
* Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος. |
* Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος. |
||
Γραμμή 59: | Γραμμή 61: | ||
* Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ. (Θρησκ.) |
* Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ. (Θρησκ.) |
||
* Βροντάν τα σίδερα, βροντάν κι οι σακοράφες. |
* Βροντάν τα σίδερα, βροντάν κι οι σακοράφες. |
||
* Bρώμα και δυσωδία. |
|||
** Για χαρακτηρισμό κάποιου φαύλου προσώπου ή ανήθικης κατάστασης. Από τη φράση «''σκωλήκων βρώμα και δυσωδία''» (τροφή σκουληκιών και δυσοσμία) στη νεκρώσιμη ακολουθία. |
|||
* Βαράει το σαμάρι ν' ακούσει το γαϊδούρι. |
* Βαράει το σαμάρι ν' ακούσει το γαϊδούρι. |
||
Αναθεώρηση της 02:37, 10 Μαρτίου 2007
* Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Β
- Βαθύ ποτάμι δεν κάνει κρότο.
- Βαίνω κατά κρημνών.
- Πάω κατά διαβόλου (Πλάτωνας, Νόμοι 944α)
- Βάλ' το μάνταλο στην πόρτα να κοιμάσαι ξένοιαστος.
- Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
- Βάλε αλεύρι, κάμε πίτα.
- Βάλε κλειδί στη γλώσσα σου.
- Βάπτισμα του πυρός.
- Βαράτε με κι ας κλαίω!
- Βάρα με μία με τ' σκούφια σ'.
- (Εδώ) βλέπεις το λύκο, κι εσύ ψάχνεις τ’ αχνάρια.
- Το λύκο τον βλέπεις, τον τορό (χνάρι) γυρεύεις?
- Βίαιος διδάσκαλος ο πόλεμος.
- Ο πόλεμος διδάσκει κάθε είδους βιαιότητα. (Θουκυδίδης, ΙΙΙ, 82.2)
- Βίον καλόν ζης αν γυναίκα μη έχεις.
- Καλή ζωή ζει εκείνος που δεν έχει γυναίκα.
- Βίος αβίωτος.
- Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος.
- Ζωή χωρίς γιορτές, μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο. (Δημόκριτος, 230)
- Βλέπεις φαί, κάτσε φάε. Βλέπεις ξύλο, σήκω φύγε.
- Βοήθα με να σε βοηθώ ν’ανεβούμε το βουνό.
- Βοή λαού, οργή θεού.
- Βόιδι πήγε, μοσχάρι γύρισε.
- Βουνό με βουνό δε σμίγει.
- Βους επί γλώσση μέγας.
- Λέγεται για κάποιον που κρατά από δωροδοκία ή από ανωτέρα βία το στόμα του κλειστό.
- Βρακί δεν έχει να φορέσει, στολίδια γυρεύει.
- Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ' αυτί μας.
- Βρες δουλειά, να βρεις βασίλειο.
- Βρες μου ένα ψεύτη να σου βρω κι εγώ ένα κλέφτη.
- Βρέχει καρεκλοπόδαρα.
- Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλιασε η καρδιά του.
- Βρήκε ο γύφτος λάδι αλείφει και τα αρχίδια του
- Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ. (Θρησκ.)
- Βροντάν τα σίδερα, βροντάν κι οι σακοράφες.
- Bρώμα και δυσωδία.
- Για χαρακτηρισμό κάποιου φαύλου προσώπου ή ανήθικης κατάστασης. Από τη φράση «σκωλήκων βρώμα και δυσωδία» (τροφή σκουληκιών και δυσοσμία) στη νεκρώσιμη ακολουθία.
- Βαράει το σαμάρι ν' ακούσει το γαϊδούρι.