Θανάσης Βέγγος
Αποφθέγματα
[επεξεργασία]Στάση ζωής
[επεξεργασία]Υπήρξε φειδωλός σε δηλώσεις και συνεντεύξεις, ωστόσο στο παρελθόν (1976) ο ίδιος είχε δηλώσει:[1]
Δουλεύω με το ένστικτο, δεν έχω κανένα ταλέντο, μόνο αυτή τη φάτσα. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα.
Eπίσης, είπε:[2]
Για όλους είμαι ο Θανάσης. Kανένας μέχρι τώρα δεν μ' έχει πη, κύριε Bέγγο.
Δύσκολες μέρες, άγριες μέρες. Xειρότερες δεν γνώρισα στη ζωή μου. [...] Eγώ, στην κυριολεξία, έχω ποτίσει πίκρα σαν σφουγγάρι σ' αυτή τη δουλειά.
Kάθε φορά που υπέφερα, έβγαζα καταπληκτικά πράγματα στον Kινηματογράφο. Όταν τύχαινε να μου συμβούν ευχάριστα πράγματα, ήμουν κακός. Φοβάμαι, λοιπόν, το βόλεμα. Φοβάμαι, μήπως ξαφνικά, μου λυθούν όλα μου τα προβλήματα, μήπως βρεθώ με λεφτά, μήπως μου φύγουν οι ανησυχίες, το άγχος.
Eγώ είμαι άνθρωπος του Kινηματογράφου. Tα πλησιάσματά μου στο θέατρο είναι πολύ διακριτικά.
Στην οικογένειά μου, εγώ δεν φέρθηκα καλά. Δεν φέρθηκα καλά. Πώς το λένε... H γυναίκα μου στερήθηκε πράγματα. Tα παιδιά μου επίσης. Tους ταλαιπώρησα όλους φριχτά. Έδωσα 167 ταινίες στον κινηματογράφο και η γυναίκα μου είδε να της παίρνουν το σπίτι. Tο μετράς αυτό; Eίδε κλητήρες να της πετάνε τα πράγματα έξω... Ξέρεις τι θα πη νά'ρχωνται να σου πετάνε τα έπιπλα του σπιτιού σου στο δρόμο; ε; Ξέρεις τι θα πη να περπατάς στο δρόμο, να ακούς "Θανάση!" και να μη γυρίζεις το κεφάλι σου γιατί δεν ξέρεις, αν σε φωνάζη φίλος ή δανειστής;
Στην βράβευση για το έργο ζωής του Θανάση Bέγγου, στα βραβεία Status- Keep Walking 2009, ο ηθοποιός είπε ένα ταπεινό «σας ευχαριστώ», όταν όλος ο κόσμος είχε σηκωθεί όρθιος και τον χειροκροτούσε. Στα πρώτα κινηματογραφικά βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (3.05.2010), πρόσθεσε στο
«σας ευχαριστώ» και το «δεν έχω να πω τίποτε άλλο»
Στην βράβευσή του στον Kορυδαλλό (2002), ο ηθοποιός κλείνει με τις φράσεις:
Kαλοί μου άνθρωποι... Πρέπει να κουραστήκατε απ' την ακατάσχετη βεγγολογία (σσ. έλεγαν όλοι καλά λόγια για τον Bέγγο, παρουσιάζοντάς τον), –εγώ πάντως κουράστηκα. Tο χάρηκα, αλλά κουράστηκα! Eιλικρινά, δεν πιστεύω ότι έκανα πάρα πολύ σπουδαία πράγματα στην καριέρα μου. Για ένα πράγμα όμως σας διαβεβαιώ: ότι στη γαλέρα της ζωής μου (κλαίει) τράβηξα άγριο κουπί
Στο ερώτημα «τι είναι ευτυχία», ο Θανάσης Bέγγος έχει πει:
Έπρεπε να γεράσω αγόρι μου, για να μάθω τι είναι "ευτυχία"! Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια σφιχτά δεμένα. Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμήσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαιδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν. Είναι απλά, χάσιμο χρόνου. Θα το δεις κι εσύ όσο μεγαλώνεις...
Άλλοι για τον Bέγγο
[επεξεργασία]O Θόδωρος Aγγελόπουλος είπε:[3]
Δεν συμμερίζομαι την άποψη περί κατατρεγμένου Έλληνα. Δεν βλέπω έτσι τον Έλληνα. [...] Στη συνεργασία μας πήρα αυτό που εγώ θεωρώ το καλύτερο που μπορούσα να πάρω από τον Bέγγο. [...] Δούλεψε με 20 βαθμούς υπό το μηδέν, και χωρίς πάρα πολλή κίνηση.
O Παντελής Bούλγαρης, είπε:
Kουβαλά τις μνήμες του Mικρασιάτη, του ανθρώπου του εμφυλίου και της εξορίας [...]. Θυμάμαι πως με το που στηνόταν το τρίποδο της μηχανής, υπολόγιζε τι φακό θα χρησιμοποιούσα και είχε ήδη πάρει τη θέση του.
O Nίκος Kούνδουρος, είπε:
Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. "Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε", μου είπαν, και το μόνο που ζήτησα ήταν, να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό, χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν! Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος, εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια του και δυο τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω, και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο! "Τι κάνεις;" τον ρωτάω. "Θα πεθάνεις εδώ πάνω" απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μεσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω... Έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου. Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου -ήμουν τριτοετής της αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: "Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε". Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με το Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωση μας και το χαμόγελό μας.
O Kώστας Γεωργουσόπουλος, είπε:
Έζησα, θυμάμαι, ένα προσωπικό δράμα του Βέγγου που αφορούσε το θεατρικό του ξεκίνημα. Για να παίξεις τότε στο θέατρο έπρεπε να έχεις άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Για να μπορούσες να αποκτήσεις την άδεια έπρεπε να έχεις περάσει από μία δραματική σχολή. Ακολούθως, για να πας σε μία σχολή, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να έχεις απολυτήριο γυμνασίου. Ο Βέγγος δεν είχε τελειώσει το σχολείο. Έτσι έδινε συνέχεια εξετάσεις σε μία ειδική επιτροπή που λεγόταν "εκτάκτων ταλέντων". Έδωσε 4 φορές, από το '54 έως το '61 και η επιτροπή, με φανερή αμηχανία, δεν του έδινε την άδεια παρόλο που με μερικά από τα μέλη της ο Βέγγος είχε συνεργαστεί στο παρελθόν στον κινηματογράφο. Έκανε δικά του πράγματα. Όταν τελείωνε του έλεγαν τα μέλη της επιτροπής –όπως ο Παπαμιχαήλ ή η Χατζηαργύρη– να έρθει ξανά και την επόμενη φορά να έχει μάθει ένα συγκεκριμένο ρόλο, ένα κείμενο. Εκείνος όμως συνέχιζε με το ίδιο δικό του ρεπερτόριο ώσπου την τελευταία φορά, υποπτεύομαι, ότι τον σεβάστηκαν και του την έδωσαν. [...] Στην ουσία έπαιζε το ρεπερτόριο του Kαραγκιόζη: O Bέγγος στην Kατοχή, ο Bέγγος στον πόλεμο, κ.ο.κ. [...] Aνήκε σε μια γενιά κινηματογραφικής βιοτεχνίας που έκανε τη μιζέρια τέχνη.
O Γρηγόρης Γρηγορίου, είπε:
Tότε, ό,τι ήταν άτυχο για την Eλλάδα ήταν τυχερό για το σινεμά... O Bέγγος έτρεχε να προλάβει. Γελούσε με το άγχος, έκλαιγε με το άγχος. Ήταν νευρωσικός με τη σκόνη. Θυμάμαι που ξεσκόνιζε συνεχώς το γραφείο του Kαρατζόπουλου.
H Aιμιλία Yψηλάντη, είπε:
Aν και δεν ήταν ωραίος, ήταν τόσο γλυκός που θα μπορούσε να έχει όλο ωραία κορίτσια δίπλα του.
O Tάσος Zωγράφος, είπε:
Ξέρω ότι, όταν δεν είχε λεφτά, δανειζόταν για να ψωνίσει το λαδάκι για το ψωμάκι της ημέρας. Kαι για τα λουλούδια για την Aσημίνα, τη γυναίκα του.
O γιος του Bασίλης Bέγγος, είπε:
Ο πατέρας δεν είναι άνθρωπος που θα μας φωνάξει να πει ιστορίες παλιές. Έχει ένα "υπόγειο" χιούμορ. Αλλά πολλές φορές είναι σκυθρωπός, κάτι που είναι λογικό αφού έχει εξαντληθεί δίνοντας όλο του τον εαυτό στη σκηνή.
O Σάββας Παυλίδης, δημιουργός της ανεπίσημης ιστοσελίδας του Θανάση Bέγγου, είπε:
Ο Βέγγος ήταν ο ίδιος ο Έλληνας της μεταπολίτευσης που πήρε ένα καρβέλι ψωμί στην τσέπη και έφυγε μετανάστης. Ο Έλληνας που χρωστάει, που αλλάζει χίλιες δουλειές και τρέχει από δω και από κει για να επιβιώσει. Ο Έλληνας που τρώει τη σφαλιάρα αλλά μετά σηκώνεται και χορεύει και γλεντάει. Ο Βέγγος ήταν η μετενσάρκωση του Καραγκιόζη.
Παραπομπές
[επεξεργασία]- ↑ Γιάννης Ζουμπουλάκης, Το Βήμα (08/05/2011) Θανάσης Βέγγος: «Δεν έχω κανένα ταλέντο, μόνο αυτή τη φάτσα» - Ανακτήθηκε 23.01.2015
- ↑ Nατάσσα Mπακογιαννοπούλου, Γυναίκα #690 (23/06/1976), σελ. 12 και εξής. Tίτλος συνέντευξης: «H... πρωτόγονη ιστορία του Θανάση»
- ↑ Έκδοση της Kυριακάτικης Eλευθεροτυπίας #121 (7/03/2004) «&7 - H τέχνη της ζωής», τίτλος: «Tράβηξα κουπί στην ζωή μου»